- εγχυλίζω
- ἐγχυλίζω (Α)μεταβάλλω σε χυλό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγχυλίζοντες — ἐγχυλίζω convert into juice pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχυλίζων — ἐγχυλίζω convert into juice pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγχυλίζω — Μ μεταβάλλω κάτι σε χυλό μαζί με κάτι άλλο ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγχυλίζω «μεταβάλλω σε χυλό»] … Dictionary of Greek